ἀτμούς

ἀτμούς
ἀτμός
steam
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… …   Dictionary of Greek

  • διάσταση — Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το μέγεθος, αναφορικά με το ύψος, το πλάτος και το μήκος. Επειδή η έννοια της δ. εμφανίζεται απλή και αυτονόητη, έως το 1910 δεν είχε δοθεί ένας αυστηρός ορισμός. Η εμπειρική προσέγγιση υπαγορεύει ότι… …   Dictionary of Greek

  • OAXAS vel OAXES — urbs Cretae, unde Ὀαξὶς γῆ, et Poetice Οἰαξὶς Apollonio. Οὕς ποτέ νύμφη Ἀτχίαλα Δικταῖον ἀνὰ σπέος ἀμφοτέτῃσι Δραξαμένη γαίην Οἰαξίδος ἐβλάςτησε. In loco praerupto, unde nomen. Steph. Τινὲς δὲ διὰ τὸ κατάκρημνον εἶναι τόπον, καλοῦσι γὰρ τοιούτους …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • μίγμα — και μείγμα, το (Α μίγμα και μεῑγμα και αιολ. τ. μεῑχμα) κάθε προϊόν ανάμιξης νεοελλ. 1. χημ. το προϊόν τής ανάμιξης περισσότερων σωμάτων, χωρίς να συντελείται χημική αντίδραση 2. φρ. α) «μίγμα καύσιμο» τεχνολ. μίγμα ατμών υγρού καυσίμου, όπως λ.χ …   Dictionary of Greek

  • υπατμίζω — Α αρχ. 1. θερμαίνομαι από κάτω έτσι ώστε να αναδίδω ατμούς·2. ατμοποιούμαι, εξατμίζομαι 3. (το παθ.) ὑπατμίζομαι δέχομαι από κάτω ατμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἀτμίζω (< ἀτμός)] …   Dictionary of Greek

  • φάσμα — Εικόνα που επιτυγχάνεται όταν από τις σύνθετες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (φωτεινές ακτίνες, υπέρυθρες, υπεριώδεις και ακτίνες X) διαχωρίζονται οι ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος. Τούτο είναι δυνατόν αν εκμεταλλευτεί είτε το… …   Dictionary of Greek

  • Νταγκέρ, Λουί Ζακ Μοντέ — (Louis Jacques Mande Daguerre, Κορμέιγ 1789 – Μπρι σιρ Μαρν 1851). Γάλλος ζωγράφος και φυσικός, ένας από τους εφευρέτες της φωτογραφίας. Στην αρχή ασχολήθηκε με τη διακοσμητική, το θέατρο, τη σκηνογραφία και εφηύρε το διόραμα, μοναδικό είδος… …   Dictionary of Greek

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • αλουμίνιο — Χημικό στοιχείο που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει σύμβολο Al. Έχει ατομικό αριθμό 13, ατομικό βάρος 26,97 και πυκνότητα περίπου 2,7. Δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά σε ενώσεις. Είναι το πιο διαδεδομένο από τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”